κιονοστάτης

κιονοστάτης
ο база колонны

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κιονοστάτης" в других словарях:

  • κιονοστάτης — ο κιονόβαθρο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + στάτης < θ. στα (πρβλ. ἐ στά θην, παθ. αόρ. τού ἵστημι), πρβλ. υδρο στάτης, φανο στάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο Λεξικόν στρατιωτικών όρων τού Αντώνιου Ηπίτη] …   Dictionary of Greek

  • κιονοστάτης — ο το βάθρο της κολόνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… …   Dictionary of Greek

  • κιονόβαθρο — το η βάση τού κίονα, ο κιονοστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + βαθρο (< βάθρον), πρβλ. τοιχό βαθρο, υπό βαθρο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»